- τρίθρονος
- τρί-θρονος, ον, dreisitzig, dreithronig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίθρονος — ον, Α (για την Αγία Τριάδα) αυτός που έχει τρεις θρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θρόνος(Ι), πρβλ. δί θρονος] … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek